Home ] Βλάχικος γάμος ] Β. Μάστορη ] Το παραμύθι μας ] Το περιοδικό μας ] [ Δημοτικά τραγούδια ] Παλιά σπίτια ]


 

ΚΑΤΩ ΣΤΟΝ ΤΡΑΝΟ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ

Κάτω στον τρανό τον κάμπο  και στα πράσινα λιβάδια   θέριζε μια μαυρομάτα                        
Κυρατζήδες που περνούσαν κι όλοι την καλημερούσαν.                
 Μαυρομάτα δος μας μάτια.
Για ελάτε να θερίστε  κι αν με φτάστε στα δεμάτια θα σας δώσω μαύρα μάτια.
Κι αν σας διάβω στα δεμάτιαθα σας πάρω τα μουλάρια.                
(Εντύπωση στο παραπάνω τραγούδι προκαλούν οι έξυπνοι και περιπαιχτικοί διάλογοι. Χαρακτηριστική η έκφραση “μαυρομάτα δος μας μάτια”

 Η ΒΛΑΧΑ Η ΕΜΟΡΦΗ

Αφήνω γεια στις έμορφες και γεια στις μαυρομάτες νεγώ πάω στα Γιάννενα, στου Μπέη το σαράι.
Βρίσκω τον Μπέη λούζονταν σε μια χρυσή λεκάνη.
Καλημέρά σου Μπέη μου. Καλώς την βλάχα που ρθε.
Νεγώ είμαι η βλάχα η έμορφη στον κόσμο ξακουσμένη που ΄χω τα χίλια πρόβατα, τα πεντακόσια γίδια
στο ΄να βουνό τα πρόβατα στ΄ άλλο βουνό τα γίδια.
Βάζουν ν’ αρμέξν τα πρόβατα, αρμέγουν και τα γίδια και στον αφρό του γάλατος πλένονται οι μαυρομάτες.
Η μια πλένει τους άρρωστους κι η άλλη τους λαβωμένους κι η τρίτη η μικρότερη τους αρραβωνιασμένους.

( Γνωστό τραγούδι, το οποίο τραγουδιέται στα περισσότερα
βλαχοχώρια. )

ΜΙΑ ΚΟΡΗ ΜΙΑ ΚΑΡΤΣΙΩΤΙΣΣΑ

Μια κόρη μια Καρτσιώτισσα μια μικροπαντρεμένη έχει ασημένιο αργαλειό, μαλαματένιο χτένι
και τα σαϊτια που ριχνε όλο μαργαριτάρι.
Ξένος διαβάτης πέρασε κι αυτή τον καλημέρισε.
Καλημέρα σου κόρη μου. Καλώς τον ξένο που ΄ρθε.
Κόρη μου δεν παντρεύεσαι κι άλλον αντρά να πάρεις;
Έχω αντρά στην ξενιτιά κι αντράδερφο στα ξένα. Δώδεκα χρόνια καρτερώ και τρεις τον περιμένω.
Κι αν δεν φανεί κι αν δεν ΄κουστεί καλόγρια θα γίνω. Θα πάω σ’ έρημα βουνά να χτίσω μοναστήρια.
Κάθε διαβάτης να περνά να φάει και να πίνει χωρίς λεφτά να δίνει.

  (Η πίστη, η υπομονή, η επιμονή και η αγάπη είναι αρετές του λαού που εκφράζονται μέσα από τα δημοτικά τραγούδια.Ο αργαλειός απασχόληση των γυναικών στα παλιότερα χρόνια. Στον αργαλειό συνήθως γίνεται η συνάντηση του ξενιτεμένου με τη γυναίκα του.)

ΔΕΝ ΤΟ ΘΑΡΟΥΣΑ ΕΛΥΜΠΕ

Δεν το θαρρούσα Έλυμπε το Μάη να σκοτιδιάσεις το Μάη να ρίξεις τη βροχή το θεριστή χαλάζι
να βρέξει του Γιώργου τα άρματα, του Γιώργου τα τσαπράζια.
Σε πέτρα, πέτρα περπατεί, σε πέτρα σε λιθάρι να βρει μια πέτρα σταυρωτή να σταυρωθεί να κάτσει
ώσπου να βγάλει τη βλοϊά, μετά να ξαβλοϊσει.

Το ίδιο τραγούδι βρέθηκε στη συλλογή του Γ. Οικονομίδη η οποία εκδόθηκε το 1883 με τον τίτλο <<ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΖΑΧΕΙΛΑ>>

ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΖΑΧΕΙΛΑ

Δεν σου θαρρούσα Έλυμπε, τόσο να σκοτιδιάσεις. Του Μάη να ρίξεις τη βροχή του θεριστή το χιόνι,
να βρέξ΄ ο Γιώργος τα άρματα τα φλωροκαπνισμένα.
Με δυο κουμπούρια και χαρμπή, σπαθί μαλαματένιο Χατζή χουσείν τους πλάκωσε, με δύναμη μεγάλη.
Πάησαν και τον καρτέρησαν μες στην Καρυά ΄πο πάνω κάνουν ταμπούρια δυνατά όσο κι αν ημπορούσαν.

 

ΜΑΝΑ ΜΕ ΚΑΚΟΠΑΝΤΡΕΨΕΣ

Μάνα με κακοπάντρεψες και μου δωσες στους κάμπους.
Νεγώ στους κάμπους δεν βαστώ, νερό ζεστό δεν πίνω. Νεδώ τρυγόνα δεν λαλεί κι ο κούκος δεν το λέει.
Το λέει μια Καρτσιώτισσα και μια Καρτσιωτοπούλα. Ποια έχει άντρα στην ξενιτιά να μην τον περιμένει.
Η σαλαμπριά κατέβασε μια σαλαμπριά γεμάτη φέρνει δεντρά, φέρνει κλαδιά, δέντρα ξεριζωμένα
κι απάνω στα κλωνάρια τους δυο αδέρφια αγκαλιασμένα.
Ένας τον άλλο έλεγε, ένας τον άλλο λέει
Κράτα καλά αδερφάκι μου πώς να χωριστούμε; Ο χωρισμός είναι κακός κι αντάμα δεν μπορούμε.
Χωρίζει η μάνα απ’ τα παιδιά και τα παιδιά απ’ τη μάνα
χωρίζει και αντρόγυνο που ΄ταν αγαπημένο που ΄χαν αγάπες στο ψωμί κι αγάπες στο τραπέζι.

  (Η ξενιτιά εδώ δεν έχει σχέση με τη μετανάστευση σε ξένη
χώρα. Παλιότερα αν κάποια κοπέλα παντρεύονταν σε άλλο χωριό

θεωρούνταν ότι παντρεύονταν στα ξένα.)

ΑΝΕΒΗΚΑ ΣΤΟΝ ΟΛΥΜΠΟ

Ανέβηκα στον Όλυμπο κι αγνάντευα τριγύρω τριγύρω γύρω θάλασσα στη μέση πεδιάδα
κι από μεριά κλεφτόπουλο, με το σπαθί στο χέρι.
Να κάνω πίσω σκιάζομαι να κάνω μπρος φοβούμαι και πίσω μαύρος γύρισα, ψηλά στα κορφοβούνια.
Βρίσκω μνημόρια κλέφτικα, παλιά, χορταριασμένα.
Με πήρε το παράπονο κι αρχίνισα να κλαίω.
Δεν ήμαν νιος καμιά φορά, δεν ήμαν παλικάρι που περπατούσα στα βουνά, στον κάμπο τριγυρνούσα;
Και τώρα ο δόλιος γέρασα μ’ ασπρίσαν τα μαλλιά μου τα ποδαράκια με πονούν, τα γόνατα με σφάζουν.

ΤΡΕΙΣ ΠΕΡΔΙΚΟΥΛΕΣ ΚΑΘΟΝΤΑΙ

Τρεις περδικούλες κάθονται, στον Όλυμπο στη ράχη μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν, μοιρολογάν και λένε.
Εσείς πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα να πάτε και στη Τζόρτζαινα, Ναούμη τη γυναίκα.
Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, κοσί να μην τα φτιάξει. Να μην τα βάλει τα φλουριά, να μην τα καμαρώνει.
Ναούμη τον βαρέσανε στου Διάκου το νταβούρι.

ΑΠΟΨΕ ΔΕΝ ΚΟΙΜΗΘΗΚΑ

Απόψε δεν κοιμήθηκα και σήμερα νυστάζω για δυο ματάκια παρδαλά, ήταν και κεντημένα.
Και να τα κλέψω μια βραδιά , νύχτα με το φεγγάρι νύχτα με τον αυγερινό, όντας βαραίνει ο ήλιος.
Όντας ξυπνάει η μάνα μου, τη γειτονιά ρωτάει. Μην είδατε την Στεργιανή τη μικροχαϊδεμένη;
Ο σταυραϊτός τη σταύρωσε στη μέση απ’ το δρόμο.
Πού πας Στεργιάνω μοναχιά τώρα το βράδυ, βράδυ;
Πάω να φέρω κρύο νερό από την κρύα βρύση.

ΠΑΩ ΣΤΗΝ ΚΡΥΑ ΒΡΥΣΗ

Πάνω* στην κρύα βρύση να πιω κρύο νερό κι εκεί βρίσκω την κόρη που έπαιρνε νερό.
Σκύβω να τη φιλήσω και δεν μου δέχεται.
Της τάζω κολονάρι κι αρούσικα φλουριά.
Δεν θέλω κολονάρι κι αρούσικα φλουριά μόν’ θέλω αρουμπιέδες,** γιαννιώτικα φλουριά.

  * πάνω: πηγαίνω
* * ρουμπιές: απ΄ τη γαλλική rubin που σημαίνει ρουμπίνι.

ΠΟΤΕ ΘΑ ΡΘΕΙ Η ΑΝΟΙΞΗ

  Πότε θα ΄ρθει η άνοιξη, το Μάη, το καλοκαίρι να βγουν οι βλάχοι στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες;
Να βγουν τα λάια πρόβατα εκεί ψηλά στη Φτέρη να βγουν τα λάια πρόβατα με τα αργυρά κουδούνια
να βγω και γω ο μαύρος μου με το άλογο καβάλα;
Να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα κορφοβούνια να πιω νερό απ’ την πηγή να γιάνω την πληγή μου;  

Τραγούδι που αναφέρεται στους βλάχους κτηνοτρόφους, οι οποίοι την άνοιξη έφευγαν απ΄τους κάμπους με τα πρόβατά τους κι ανέβαιναν στα βουνά. Διαβάζουμε απ΄το βιβλίο της Γιώτας Φωτιάδου-Μπαλαφούτη “Εμείς οι βλάχοι”

.....Οι βλάχοι όταν παίρνανε τα κοπάδια τους απ΄ τα χειμαδιά για ν΄ ανεβούνε στα βουνά, στόλιζαν τα άλογα και τα μουλάρια με βελέντζες σε χρώματα τανκώ, πορτοκαλί, κόκκινο με πλακέντες και χειροποίητα σεντόνια. Κάθονταν επάνω οι κυράδες με αναδιπλωμένα τα φουστάνια, με τις μπλέτες μέχρι τους ώμους. Των γέρων οι βελέντζες καρό σε μαύρο φόντο. Μπροστά πήγαιναν ο παππούς και η γιαγιά, μετά οι νύφες με τα παιδιά.......

 

ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Καλώς να πας, καλώς να ΄ρθεις καλά να μην ΄ποκοιμηθείς
και χάσεις το μαντίλι σου και σε μαλώνει η μάνα σου.
Έβγα μάνα κυρά μάνα για να δεις το γιο σου.
Πάει μονός κι ήρθε ζευγάρι, ζευγαράκι ταιριασμένο.

Στο δρόμο για το σπίτι της νύφης λένε το παρακάτω τραγούδι:
Βγήκα ψηλά παπαδούλα μου βγήκα ψηλά στον Όλυμπο κι αγνάντευα τριγύρω
παπαδούλα μου ψηλά στο καραούλι.
Βλέπω κομμάτι σύννεφο κι ένα κομμάτι αντάρα.
Αυτό δεν ήταν σύννεφο, ουδέ κομμάτι αντάρα μα ήταν κόρη του παπά.

  Στην αυλή της νύφης λένε το τραγούδι

  Πέντε μήνες περπατούσα σε γιαλό γιαλό για να βρω καλή γυναίκα για να παντρευτώ.
Κι άλλες πέντε περπατούσα όξω στη στεριά τώρα βρήκα, τώρα πήρα και παντρεύτηκα.
Εδώ σε τούτη την αυλή, περδίκα στέκει και λαλεί.
Προς τη δικιά μας τη σειρά, να μη φοβάσαι λυγερή.
Όλοι τριγύρω είμαστε, όλοι ντουφέκια ρίχνουμε.

ΒΛΑΧΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΜΙ ΛΟ ΣΟΜΝΟΥΛΟΥ

Μι λό σόμνουλου σ΄α αγκλινάρια σουντου φρ΄αντζ΄ι ντι κ΄αστ΄ανιου
φρ΄αντζα ατσιά τσι ντόρμου πουϊλι πουϊλιου ατσέλου τσι κ΄αντ΄α βιάρα
βιάρα- βιάρα ς προυμουβιάρα ντι ντιστιάπτ΄ου πικουράρλι
πικουράρλι σ καρβουνιάρλι ντι ντιστιάπτ΄ου σ ούν΄α μουσιάτ’α
΄ντόιλι - ντόιλι σ’α σμπουρ΄εσκου μάρλι σ΄α κουρμπένι.
Άιντε φιάτ΄α σι φουτζίμου σι ν΄α τσιέμου του λόκλου ανόστρου
σ’α ν΄ αντρ΄εμου σουρ΄αρι κου φράτς.
Φιάτ΄α νικ΄α νου τι αρ΄ιντι ΄σνου βα γίνι λα νόι
ιάστι βάλια μούλτου μάρι
σνου βα ποτς σι τρέτσι.
Πέσκου του απ΄α βα μι φάκου σ’ ιόου λα βόι βα γίνου λα νόι
άμου σουάκρα αράου σνου βα ποτς σι τρετς.
Σουακρα αράου ιόου μπούν΄α
ντουάουλι βα τριτσέμου.

ΛΑΪ ΘΑΝΑΣΙ...

Λάι Θανάση αλου Μήτσιου Βάρδα ίου λουάι Δήμλου καπιτάνλιου;
Σι ντούσι σι λιάγκ΄α γρ΄αμ΄αστιάνλου κάφτ΄ λίρι τσίντσι σούτι
σίντσι σούτι κου ούνα μ΄αν΄α σ΄α άλτι αχ΄ιντι κου αλάντ΄α μ΄αν΄α
Νου λάι Δήμου κ΄ου σούντου μούλτι κ΄ου βιντούι κ΄απριλι τούτι
κουάρμπιλι σ’ου κουνούτιλι

Τι να τα κάνω τα τραγιά καημένε Μήτρο τσέλιγκα;

ΟΥΝ΄Α ΤΖΟΥ΄Α ΤΟΥ ΛΙΒΑΔΙ

Ιαράμου ούν΄α τζουu του λιβάδι τριάτσι ουν΄ου τζόνι ντι μι βιάντι
σμπόρλου τζ΄σι σ’ τράψι κάλια σιόου μαράτα μπριάμου
βάλια βάλια- βάλια σ’α λ΄ακρ΄ιμάμου
Στ’άι λάι τζόνε λάι μαράτε στί λάι τζόνε σ΄ι σμπουρ΄αμου
σι ν΄ι αντρ΄αμου σουρ΄αρι κου φρατς